ημίμετρο

ημίμετρο
το (Α ἡμίμετρον)
(νεοελλ. συν. στον πληθ.) τα ημίμετρα
τρόποι ή μέσα ενέργειας που δεν είναι επαρκή και αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης, διαβήματα που δεν τελεσφορούν
αρχ.
μισό μέτρο, το μισό μιας μετρικής μονάδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ημίμετρο — το ανεπαρκής τρόπος ενέργειας: Η κυβέρνηοη προσπαθεί με ημίμετρα να αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”