- ημίμετρο
- το (Α ἡμίμετρον)(νεοελλ. συν. στον πληθ.) τα ημίμετρατρόποι ή μέσα ενέργειας που δεν είναι επαρκή και αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης, διαβήματα που δεν τελεσφορούναρχ.μισό μέτρο, το μισό μιας μετρικής μονάδας.
Dictionary of Greek. 2013.